- προεισπράσσω
- προεισ-πράσσω, in [voice] Pass., of a debtor,A to have money prematurely exacted from him, PCair.Zen.367.18(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεισπράττω — προεισπράσσω, ΝΑ [εισπράττω] νεοελλ. εισπράττω χρηματικό ποσό πριν να γίνει απαιτητό («προεισέπραξε δύο μισθούς») αρχ. εισπράττω χρήματα από οφειλέτη πριν από την καθορισμένη προθεσμία … Dictionary of Greek